- ζώειος
- ζῴειος, -εία, -ον (Μ) [ζώο]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ζώο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek